- τυφοβακίλλωση
- η, Νφρ. «τυφοβακίλλωση τού Λαντουζύ»ιατρ. οξεία μορφή φυματίωσης, τής οποίας τα γενικά συμπτώματα δίνουν μια εικόνα που θυμίζει τυφοειδή πυρετό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. typhobacillose (< τύφος + βάκιλλος)].
Dictionary of Greek. 2013.